φρόνημα

φρόνημα
φρόν-ημα, ατος, τό,
A mind, spirit,

ἔστ' ἂν Διὸς φ. λωφήσῃ χόλου A.Pr.378

;

Αἰσχύλου φ. ἔχων Telecl.14

; with limiting epithets,

φ. δύσθεον A.Ch.191

; ὑπέρτολμον ib.595(lyr.);

ὠμόν Id.Th.537

;

ἐλεύθερον Pl.Lg.865d

;

τυραννικόν Id.R.573b

, X. Lac.15.8: pl., Hdt.9.54.
2 thought, purpose, will,

φθέγμα καὶ ἀνεμόεν φ. S.Ant.354

(lyr.); ψυχὴ καὶ φ. καὶ γνώμη ib.176, cf. 207; τὸ φ. τῆς σαρκός, τοῦ πνεύματος, Ep.Rom.8.6: freq. in pl., καρτεροῖς φρονήμασι with stubborn thoughts, A.Pr.209;

ματαίων . . φρονημάτων ἡ γλῶσσ' ἀληθὴς γίγνεται κατήγορος Id.Th.438

;

ἐμπέδοις φ. S.Ant.169

; τὰ σκλήρ' ἄγαν φ. ib.473;

τὰ φ. ἀληθινὰ καὶ πάντῃ μεγάλα ἐκέκτηντο Pl.Criti.120e

.
II either in good or bad sense,
1 high spirit, resolution, pride,

τὸ Ἀθηναίων φ. Hdt.8.144

, cf. 9.7.β; ἀνδρί γε φ. ἔχοντι to a man of spirit, Th.2.43;

φ. τε καὶ πίστις Arist. Pol.1313b2

; φ. ἔχων ἐλεύθερον ib.1314a3; courage, opp. δειλία, Jul. Or.2.59c (pl.);

δουλοῖ τὸ φ. τὸ αἰφνίδιον Th.2.61

: c. [tense] fut. inf., ἐν φρονήματι ὄντες τῆς Πελοποννήσου ἡγήσεσθαι aspiring to be leaders of the P., Id.5.40: freq. in pl., high thoughts, proud designs,

διασείσειν τὰ Ἀθηναίων φ. Hdt.6.109

, cf. 3.122,125, 9.54;

οὐ . . ξυμφέρει τοῖς ἄρχουσι φ. μεγάλα ἐγγίγνεσθαι τῶν ἀρχομένων Pl.Smp.182c

, cf. 190b, Isoc. 6.89;

Ζεύς τοι κολαστὴς τῶν ὑπερκόμπων ἄγαν φ. A.Pers.828

;

τῶν φ. ὁ Ζεὺς κολαστὴς τῶν ἄγαν ὑπερφρόνων E.Heracl.387

.
2 in bad sense, presumption, arrogance,

φρονήματος πλέως ὁ μῦθός ἐστιν A.Pr. 953

, cf. E.Heracl.926 (lyr.), Ar.V.1024 (anap.), Pax25, Pl.Plt.290d, etc.;

τὸ τῶν Ἀτρειδῶν φ. Phld.Rh.2.217

S., etc.: pl.,

παυσάμενοι τῶν φ. Isoc.14.37

;

φ. τυραννικά Plu.Eum.13

.
III pl., = φρένες, heart, breast,

ἰὸς ἐκ φρονημάτων . . πεσών A.Eu.478

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • φρόνημα — mind neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φρόνημα — το, ΝΜΑ [φρονῶ] 1. διανόημα, σκέψη (α. «μ ένα βλέμμα όπου φονεύει / τα φρονήματα τα αισχρά», Σολωμ. β. «Ζεύς τοι κολαστὴς τῶν ὑπερκόπων ἄγαν φρονημάτων», Αισχύλ.) 2. συναίσθηση αξίας ή υπεροχής, αυτοπεποίθηση (α. «έχει υψηλό φρόνημα» β. «ἀνδρὶ …   Dictionary of Greek

  • φρόνημα — το, ατος 1. ό,τι φρονεί κανείς, ιδεολογία, αρχές, κοσμοθεωρία: Άλλαξε τα πολιτικά του φρονήματα. 2. συναίσθηση της αξίας ή της υπεροχής, αυτοπεποίθηση, το ηθικό: Μετά τη νίκη του ο στρατός έχει υψηλό φρόνημα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φρόνημ' — φρόνημα , φρόνημα mind neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φρονημάτων — φρόνημα mind neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φρονήμασι — φρόνημα mind neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φρονήμασιν — φρόνημα mind neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φρονήματα — φρόνημα mind neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φρονήματι — φρόνημα mind neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φρονήματος — φρόνημα mind neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φρονώ — φρονῶ, έω, ΝΜΑ έχω τη γνώμη, νομίζω, πιστεύω (α. «δεν φρονούμε τα ίδια» β. «φρονώ ότι η Καρχηδών πρέπει να καταστραφεί», παροιμ. φρ. γ. «ἄλλα φρονεόντων καὶ ἄλλα λεγόντων», Ηρόδ.) αρχ. 1. σκέπτομαι, συλλογίζομαι, διανοούμαι («ὅτε ἤμην νήπιος, ὡς… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”